Η παραλογή "του νεκρού αδελφού" είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε όλο το Βαλκανικό χώρο। Σας παραθέτω μερικές ιστοσελίδες που περιέχουν ενδιαφέρον υλικό
www.kee.gr/attachments/file/339
http://www.scribd.com/doc/19780544/2-
http://stavraetos.blogspot.com/2007/12/blog-post_13.html
www.youtube.com/watch?v=g8jsl34ddII
http://blogs.sch.gr/margiakou/2009/07/16/%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BD%CE%B5%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%8D-%CE%B1%CE%B4%CE%B5%CE%BB%CF%86%CE%BF%CF%8D/
Το τραγούδι του νεκρού αδελφού στα Βαλκάνια
Σας παραθέτω παρακάτω το αποτέλεσμα των προσπαθειών μου να βρω όσο το δυνατό περισσότερες παραλλαγές του τραγουδιού "Του νεκρού αδελφού". Όλες βέβαια κινούνται στο γνωστό μοτίβο της ανάστασης του νεκρού προκειμένου να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, παρουσιάζουν όμως και ενδιαφέρουσες αποκλίσεις, σημάδι της ευρείας διάδοσης του τραγουδιού και της δημιουργικής επεξεργασίας του από τη λαϊκή φαντασία.
α.
Κωνσταντής και Δοκίνα (Αλβανία)
Ανήμερα το Μέγα Πάσχα
σφάξαν βόδι στο χωριό,
πήγα πήρα μιαν οκά
το’ ριξα στον τέντζερη.
Βγήκα μέχρι την αυλή,
για να φέρω κούτσουρα,
να σου, ήρθε ένα στοιχειό
κι έπεσε στον τέντζερη
και φαρμάκωσε τους γιους μου,
εννιά γιους κι εννιά νυφάδες
κι εννιά με τα μωρά τους.
Μου αδειάσαν εννιά κούνιες,
μου καήκαν εννιά προίκες,
εννιά όπλα βουβαθήκαν.
Κωσταντή, κακό ν’ ακούσεις
που την πάντρεψες στα ξένα
τη Δοκίνα μας, αλάργα
πέρα από τρία βουνά.
Ανήμερα το Μέγα Πάσχα
η Δοκίνα χόρευε.
Ο Κωσταντής βγήκε απ’ τον τάφο,
άλογο του έγιν’ η πέτρα,
και το χώμα σέλα του,
τρέχοντας πάει στη Δοκίνα.
—Καλώς ήρθες, αδερφέ μου.
Αν μου ήρθες για καλό,
να ντυθώ σαν γερακίνα,
κι αν μου ήρθες για κακό,
να ντυθώ σαν καλογριά.
—Έλα, αδερφή, ως είσαι.
Στ’ άλογο την ανεβάζει,
τα πουλιά στο δρόμο λέγαν:
— Τσιλιβίου, βίου, βίου
τη Δοκίνα μας, αλάργα
ίσως να ‘ναι ο αγέρας.
—Είδατε; Δεν είδατε;
Περπατάει λευκή πουλάδα
η ζωντανή με τον νεκρό.
Φτάσανε στην εκκλησία:
—Πήγαινε εσύ, Δοκίνα,
εγώ πάω στο άγιο βήμα,
το ‘χω εκεί το σπίτι μου.
Πήγε χτύπησε την πόρτα:
—Ποιος να είναι που χτυπάει;
Μήπως μια κακιά γυναίκα,
μήπως η ίδια η χολέρα,
που μου πήρε τα παιδιά μου;
—Μάνα, άνοιξε την πόρτα,
η μοναχοκόρη σου είμαι.
—Και ποιος σ’ έφερε, Δοκίνα;
—Μ’ έφερε ο Κωνσταντίνος.
—Τι μου λες, ο Κωνσταντίνος,
τρία χρόνια μες στο χώμα
και δεν έλιωσε ακόμα;
Στο κατώφλι η μια κι η άλλη
σπάσαν σαν κρασιού φιάλη.
(μτφρ. Ανδρέας Ζαρμπαλάς, σελ. 111-112)
β.
Λαζάρ και Πετκάνα (Βουλγαρία)
Πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
γυναίκα να γεννάει
γιους τριδυμάρια τρεις φορές,
να κάμει εννιά αδέλφια,
εννιά αδέλφια τρίδυμα,
μια κόρη, την Πετκάνα.
Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε
και νοικοκύρεψε τα
μόν’ η Πετκάνα έμεινε κι
ήρθαν να τη γυρέψουν,
για την Πετκάνα έρχονται,
δέκα χωριά απ’ αλάργα.
Μα την Πετκάνα η μάνα της
μακριά πολύ δε δίνει.[...]
Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος
της μάνας του της λέγει:
—Για δώσ’ την μάνα, δώσ’ τηνα
κι είμαστε εννιά αδέλφια
κι αν μια φορά ο καθένας μας
σε πάει στην Πετκάνα,
εννιά φορές θε να τη δεις
κι εννιά φορές θα γίνει. [...]
Σαν βγήκε η Πέτκα απ’ την αυλή
μαύρη πανούκλα μπήκε.
Τους σκότωσε, τα ξέκανε
και τα εννιά αδέλφια
κι εννιά νυφάδες, όλες νιες—
αφήκ’ εννιά αγγόνια.
Σαν ήρθε ψυχοσάββατο
χύν’ το κρασί η μάνα, [...]
στου Λάζαρου τα χώματα
κρασί δε χύν’ η μάνα,
δε χύν’ η μάνα το κρασί,
δέν τονε μνημονεύει,
βαριά πολύ η μάνα του
τον Λάζαρ καταριόταν. [...]
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
περνούν πράσινο δάσος
κι ένα πουλάκι λάλησε:
—Θεούλη μ’, Κύριε Ύψιστε,
πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο! [...]
Πήγ’ η Πετκάνα σπίτι τους,
κλαίγαν εννιά εγγόνια,
η μάνα της τα ‘σύχαζε
κι η Πέτκα τής φωνάζει:
—Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε. [...]
Κι οι δυο αντάμα κλαίγανε
ώσπου κι οι δυο απόθαναν.
(μτφρ. Δημήτρης Άλλος, σελ. 258-261)
γ.
Η κόρη και τ’ αδέρφια της (Σερβία)
Μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη
τους τάιζεν και τους πότιζεν, ώσπου να μεγαλώσουν.
Φτάσαν οι γιοι της για γαμπροί κι η κόρη της για νύφη,
κι ήρθαν να τη γυρέψουνε οι τρεις προξενητάδες. [...]
Στο κοιμητήρι είδεν εννιά και νιόσκαφτους τους τάφους
και το μαντάτο το πικρό δαγκάει τα σωθικά της,
που ο Γιόβαν πάει στου Χάροντα, με τ’ άλλα της τ’ αδέρφια.
Ευθύς κι αμέσως κίνησε στο σπίτι της να φτάσει,
κι έφτασε μόνη κι έρημη στη θύρα την κλεισμένη
κι ακούει κοράκους κρώζουνε, κοράκους και θρηνούνε.
Κι ουδέ κοράκοι κρώζουνε, κοράκοι ουδέ θρηνούνε
μόν’ είναι ο θρήνος ο γοερός της γερασμένης μάνας. [...]
«Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα,
δεν είμαι ο πικροχάροντας, η θυγατέρα σου είμαι
κι ήρθα κοντά σου, η Γέλιτσα, από τους ξένους τόπους. [...]
Κατέβηκεν η μάνα της, την πόρτα της ανοίγει [...]
κι οι δυο στη γης επέσανε, κι οι δυο ξεψυχισμένες.
(μτφρ. Ηλίας Λάγιος – Ισμήνη Ραντούλοβιτς, σελ. 411-414)]
blogs.sch.gr/apapach/2010/.../36
δ. Η ΑΡΙΤΗ (παραλλαγή από τη Νάουσα)
1. Μάνα μι τους ιννιά σου γιους, τη μια τη θυγατέρα,
2. προυξινητάδις έρχουντι, 'που μεσ' απού την Πόλη,
3. Την Αριτή μάς γύριβαν πουλύ μακρά στα ξένα,
5. τ' αδέρφια της την έδιναν, μάνα της δεν την δίνει.
6. -Μάνα μου, κι ας τη δώσουμι την Αριτή στα ξένα.
7. -Του ποιος δα παν', του ποιος δα 'ρθει την Αριτή να φέρει;
8. -Κώστας δα παν', Κώστας δα 'ρθει την Αριτή να φέρει
9. του καλουκέρι τρεις φουρές κι του χειμώνα πέντι.
10. Ήρθιν κιρός αδύστυχους κι δυστυχιά μιγάλη,
11. πέθαναν τα ιννιά αδιρφιά, τα δικουχτώ ξαδέρφια
12. κι απόμνιν μον' η Αριτή πουλύ μακρά στα ξένα.
13. Η μάνα της μουν' ίλιγι κι μυργιαναθιμάει:
14. -Κώστα μ', του κρίμα πόκαμις, να ΄σι κριματισμένους!
15. Κι ου Θιός την άκουσιν κι την αντιλουήθκιν:
16. -Κώστα, τι κριμα έκαμις κι είσι κριματισμένους;
17. -Ιγώ κρίμα δεν έκαμα να 'μι κριματισμένους,
18. την αδιρφή μου έδουκα πουλύ μακρά στα ξένα.
19. -Τώρα να πας, τώρα να 'ρθεις, την Αριτή να φέρεις!
20. Κι κίνησιν κι πάινιν την Αριτή να φέρει.
21. Βρίσκει χουρόν που χόριυαν, την Αριτή στη μέση.
22. -Άιντι, μωρ' άιντι, Αριτή, στη μάνα μας να πάμι!
23. -Κώστα μ', σαν ήρθις ιά καλό, ν' αλλάξου κι να έρθου.
24. -Άιντι, μ' ωρ' άιντι, Αριτή, καλά κι ούιδι ετσ' απού 'σι!
25. Στη στράταν απού πάιναν, στη στράτα που πααίνουν
26, κι τα πουλάκια ίλιγαν, τ' αηδόνια μουν' λαλούσαν!
27. -Πώς πιρπατούν οι ζουντανοί μαζί μι τς πιθαμένοι;
28. -Κώστα μ', τι λιέγουν τα πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια;
29. -Άιντι, μωρ' άιντι, Αριτή, πουλιά είνι κι ας λιέγουν.
30. -Κώστα μ', πού πάισι η φούντα σου, πού πάισι κι η τσαμπάς σου;
31. -Βαράν αστένεια πέρασα, μι πέσιν η τσαμπάς ζουμ!
32. Ικεί σιμά, ικεί κουντά στην ικκλησιά ζυγώνουν
33. κι η γης αναταράχτηκιν κι η Κουσταντίνους χάθκιν
34. κι απόμνιν μόνη η Αριτή, στου σπίτι της πααίνει,
35. βρίσκει τις πόρτις σφαλιστές, τις πόρτις κλειδουμένις.
ΣΧΟΛΙΑ
1. Το δημοτικό τραγούδι "Η Αριτή" καταγράφτηκε από την Ε. Κουτσογιαννοπούλου-Ψωμά στο ορεινό χωριό των Πιερίων Δάσκιο (Ημαθίας) το 1955 με υπαγόρευση της Βασιλικής Γράτσανου, που ήταν τότε ογδοντατριών χρόνων. Είναι παραλλαγή του πανελλήνια γνωστού δημοτικού τραγουδιού "Του νεκρού αδελφού", ενός από τα λίγα δημοτικά τραγούδια, που συμπεριλαμβάνονταν στην ύλη των σχολικών βιβλίων
2। Ο Ν. Γ. Πολίτης σε εισαγωγικό του σημείωμα σχετικά με το τραγούδι "Του νεκρού αδελφού", που το κατατάσσει στις "παραλογές", γράφει μεταξύ των άλλων ότι το τραγούδι αυτό είναι διαδεδομένο σε όλους τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου (Βαλκανικής) και ότι το πρότυπό του, όπως υποστήριξε σε πραγματεία του το 1885 είναι ελληνικό
ε. Η Χουχουβάγια
Ο Ν. Πολίτης στο βιβλίο του "Παραδόσεις" Μέρος Α΄, Αθήνα 19ο4 παραδίδει και μία πεζή εκδοχή του τραγοουδιού. Προέρχεται από το χωριό Λάστα της Γορτυνίας.
"΄Ητανε μια βολά μια χήρα και είχε εννιά παιδιά σερνικά κι ένα θηλυκό। Το μικρότερο σερνικό ήτανε πραματευτής κι επήγαινε πολύ αλάργα κι ύτις πραμάτειες του। Εκεί λοιπόν ηθέλησε να δώσει την αδελφή του, που την ελέγανε Αρετή, για να 'χει αποκούμπι। Η μάνα του όμως δεν ήθελε να τη δώσει στα ξένα, αλλά δεν της πέρασε। Τημ πάντρεψε το παιδί και την έδωκε εκεί που ήθελε στα ξένα, αλλά άμα την έδωσε δεμ πέρασε πολύς καιρός κι επεθάνανε τα παιδιά, ως και τα δεκαοχτώ ξαδέρφια, γιατί κοντά στα εννιά αδέλφια είχε και δεκαοχτώ ξαδέλφια। Τότε η μάνα εβλαστήμαγε ουλημέρα το μικρότερό της το παιδί। Το παιδί τότε από τον τάφο εσηκώθη και έβαλε το κρεβάτι του για άλογο, κι εδιάη και ήφερε την αδελφή του από τα ξένα। Αλλ' άμα 'πομπήκανε στο χωριό εστάθη λίγο το παιδί πίσω। Η Αρετή, επειδή είχε πολύγ καιρό να ιδεί τη μάνα της, από τομ πόνο της τον πολύνε δεγ καρτέρεσε να ῤθεί ο αδερφός της, κι εδιάη στη μάνα της। Αλλ' άμα ιδωθήκανε, εκλαίγανε πολύ και ελέγανε "οχού"! Κι από τομ πόνο τους τομ πολύ εγινήκανε χουχουβάγιες και λένε ακόμα το "οχουού!" Και γι' αυτό τις χήρες τις λένε χουχουλούζες। Το παιδί 'πόμεινε πίσω। Επήγε κι εχώθηκε πίσω στον τάφο του, και ο κόσμος τους έβγαλε το τραγούδι"
στ.Μια παραλλαγή του «Νεκρού αδελφού», που προέρχεται από την περιοχή Σωζοπόλεως – Αγαθουπόλεως, και ειδικότερα από το χωριό Κωστή.
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με την μια την κόρη
στα σκοτεινά την έλουζε , στ’ άφεγγα τη χτενίζει
και στο χρυσό ν’ αυγερινό , έπλεκε τα μαλλιά της
να μην το μάθει η γειτονιά και στείλει προξενήτες.
Προξενητάδες ήρθανε από την Βαβυλώνα
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Και η συνέχεια του τραγουδιού :
Γυρεύουν τόπο να σταθούν , αυλές να ξεπεζέψουν ,
γυρεύ’ν αργυροπάλουκα να δέσουν τ’ άλογά τους ,
γυρεύουν και την Αρετή πολύ μακρυά στα ξένα.
Όλα τ’ αδέλφια δεν θέλουν κι’ ο Κωνσταντίνος θέλει.
« — Ελάτες κι’ ας την δώσουμε την Αρετή στα ξένα ,
στα ξένα και στα μακριά και στου γαμπρού τα χέρια ,
να την φορέσουν μάλαμα κι’ όλο μαργαριτάρι ,
να βάλουν στο κεφάλι της διαμάντινο στεφάνι.
Δός την μάννα μ’, δόστηνε την Αρετή στα ξένα
να κάνουμε ξένους δικούς και ξένες παραμάνες
που είμ’ κι’ εγώ πραματευτής τυχαίνει και παγαίνω ,
για νάχει το άλογό μ’ ταγή και γω νάχω κονάκι».
Κι’ η μάννα της εφώναξε , τον Κωνσταντή της λέγει.
— Αν είνε λύπη ή χαρά ποιός πάγει να την φέρει ;
— Αν είνε λύπη ή χαρά το άλογό μου έχω ,
δάση βουνά θε να διαβώ , την Αρετή να φέρω.
Κι έστρεξε και έδωσε την Αρετή στα ξένα.
Τότ’ άλλαξε η Αρετή και βάζει τα χρυσά της ,
στους προξενήτες έτρεξε με λύπη με χαρά της.
Ήλθε πανούκλα φόνισσα η αντρογυνοχωρίστρα ,
μήνες οχτώ δεν πέρασαν τ’ αδέλφια οχτώ πεθαίνουν ,
και στις εννιά ο Κωνσταντής , το πρώτο παλλικάρι
κι’ απόμεινε η μάννα της σα φύλλο , σα κλωνάρι.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε , σ’ όλα μοιρολογούσε ,
στου Κωνσταντή τα χώματα νε έκλαιγε , νε θρηνούσε.
Ο ήλιος εβασίλευε κι’ η μάννα βλαστημούσε.
«Πέτρα να γίνεις Κωνσταντή , σίδερο να μη λυώσεις
που έστρεξες και έδωσα την Αρετή στα ξένα»
Ο Κωνσταντής σαν τ’ άκουσε βαριά τον βαρυφάνει ,
κάνει τα χέρια τιυ τσαπιά , τις απαλάμες φκυάρια
και το κιβούρι του άλογο και το καπάκι σέλλα
και τα καρφιά του κιβουριού , καλύβια στ’ άλογό του.
Βιτσιά τον μαύρο έδωσε , στην Αρετή παγαίνει ,
βρίσκει χορό τρικούβερτο , η Αρετή τον σέρνει.
— Ποιός είν’ αυτός όπου χτυπά , ποιός είνε που βροντάει ;
— Ξένος στη θύρα στέκεται , την Αρετή ζητάει.
Κατέβηκε η Αρετή τον ξένο της κοιτάζει.
— Ποιός είσαι συ , ω ξένε μου , και ποιό το όνομά σου ;
— Δεν είμ’ εγώ ο Κωνσταντής , το πρώτο σου αδέλφι ;
Για σήκω έλα , Αρετή , κι’ η μάννα σου σε θέλει.
— Πού είν’ Κωνσταντή , τα νειάτα σου , πού είν’ η ομορφιά σου;
πού είνε η ξανθή περτσιά (1) , το μαύρο σου μουστάκι ;
— Αχ , βαριά αρρώστια πέρασα και πάγ’ η ομορφιά μου
κ’ έπεσε η ξανθή μ’ περτσιά , το μαύρο μου μουστάκι ,
άϊντε να πάμε , Αρετή , η μάννα μας σε θέλει.
— Αν και με θέλει για καλό , να πάγω ετσ’ πως είμαι
αν και με θέλει για κακό , να βουτηχτώ στα μαύρα.
— Άϊντε να πάμε , Αρετή , κι’ ας είσαι όπως είσαι.
Πάν’ στ’ άλογο τ’ την κάθησε , στη μάννα της την πάγει.
Στο δρόμο όπου πάγαιναν , πουλάκια κελαηδούσαν ,
δεν κελαηδούσαν σαν πουλί , μηδέ σα χελιδόνι
μόν’ κελαηδούσαν κι’ έλεγαν μ’ ανθρώπινη φωνίτσα.
— Για δες καημός που γίνεται εις τον επάν’ τον κόσμο ,
να περπατούν οι ζωνανοί με τις αποθαμένοι.
— Ακούς τί λένε τα πουλιά , ακούς τί λεν’ τ’ αηδόνια ;
— Άφσε , πουλιά ’ναι και λαλούν , πουλιά ’ναι και ας λένε.
Και στο χωριό που κόντεψαν , ο Κωνσταντής της λέγει.
— Άντε , Αρετή , στο σπίτι μας και κάνε το σταυρό σου
(και γω) θα συργιανίσω τ’ άλογό μ’ που θέλ’ να κασαντίσει.
Κι’ αν δεν πιστέψ’ η μάννα μου που σ’ έφερα στο σπίτι ,
να και το δαχτυλίδι μου , την πρώτη μ’ αρραβώνα.
Βλέπει την πόρτα σφαλιχτή , σφιχτά μανταλωμένη
και τα σπιτοπαράθυρα νάναι αραχνιασμένα.
— Ποιός είν’ αυτός που κρικελεί και την κρικέλα παίζει ;
— Εγώ είμαι , μανούλα μου , η μίκρο Αρετή σου.
— Αν είσαι συ η Αρετή κι’ αν είσαι η καλή μου
έλα να φάνεις το πανί σ’, τότε θα σε γνωρίσω.
Η πόρτ’ αμέσως άνοιξε και μέσ’ τον λάκκο (2) μπαίνει ,
τρεις σαϊτιές δεν έρριξε κι’ η μάννα της φωνάζει :
«Αυτές οι τρεις οι σαϊτιές μοιάζουν της Αρετής μου»
κι’ η μάννα την γκλυκοφιλεί και την γλυκορωτάει :
— Με ποιόνα ήρθες Αρετή μ’ για πές με την αλήθεια ;
— Ο αδερφός μου μ’ έφερε , ο πρώτος ο Κωνσταντίνος.
Κι’ η μάννα σαν το άκουσε , πέφτει , λιγοθυμάει
κι’ επάν’ στο λιγοθύμιασμα εβγήκε η ψυχή της.
(1) μπούκλα , (2) αργαλειός.
ζ. Του Γιοβάν και της Γελίτσας
Από το ίδιο βιβλίο "Παραδόσεις " του Ν. Γ. Πολίτη είναι παρμένη και η παρακάτω Σέρβικη παραλλαγή
Μια φορά ανθούσαν μιας μάνας
πολυαγαπημένα εννιά αγόρια,
κι ύστερη και μονάκριβη η Γελίτσα।
Τους ανάστησ' όλους, και οι γιοί της ΄
έφθασαν σε γάμου ηλικία,
κι ήρθε κι η κόρη στον καιρό της,
και πολλοί γαμπροί τηνε γυρεύαν।
Ένας ήταν Μπάνος και αφέντης, (μπάνος=κύριος,αφεντικό)
ένας άλλος ήταν καπετάνιος,
και ο τρίτος ήταν χωριανός των।
Ήθελεν η μάνα το χωριάτη,
μα τον Μπάνο οι γιοί της προτιμούσαν,
που μακριά από ξένη ήρθε χώρα।
-Σύρε, λένε, της καλαδελφής των,
σύρε με τον Μπάνο, αδελφούλα,
πέρα εις τον ξένο τόπο σύρε।
Θα ῤχονται τ' αδέλφια να σε βλέπουν,
θα 'ρχονται στο χρόνο ένα φεγγάρι,
και μια βδομάδα στο φεγγάρι।
Τ'άκουσεν αυτά η αδερφή των,
πέρα με τον Μπάνο πάει στα ξένα।
Μα μεγάλο θαύμα γίνη τότες।
Ήρθε μαύρη του θεού πανούκλα,
τα εννιά τ' αδέρφια τα θερίζει,
κι έρημη, μονάχη μένει η μάνα।
Έτσι επεράσαν τρία χρόνια,
θλιβερά στενάζ' η Γελίτσα।
-"Ουρανέ μου, τι μαγάλο θάμα!
Τι κακό στ'αδέρφια μ' έχω κάμει,
που ποτέ δεν ήρθαν να με ιδούνε"
Και οι συννυφάδες τη μαλώναν।
-Άκληρη! δε θέλουν να σε ξέρουν,
και γι'αυτό να σε ιδούν δεν κινάνε!
Θλιβερά στενάζει η Γελίτσα,
θλιβερά στενάζει μέρα νύχτα,
ως π' ο θεός ψηλά την ελυπήθη
και σε δυό αγγέλους του φωνάζει:
-Σύρτε, άγγελοί μου, σύρτε κάτω,
εις το άσπρο μνήμα του Γιαννάκη,
του Γιαννάκη του μικρού αδερφού της।
Βάλτε του ψυχή απ' την ψυχή σας,
φτιάστε του άλογο την άσπρη πλάκα,
και χαρίσματα το σάβανό του,
για να πάει να ιδεί τη Γελίτσα।
Τρέξαν οι άγγελοι του Κυρίου,
εις το άσπρο μνήμα του Γιαννάκη।
Απ'την πλάκα φτιάνουν το άλογό του,
βάνουν και ψυχή στο παλικάρι,
απ' της γης το χώμα άρτους πλάθουν,
κι απ' το σάβανό του τα κανίσκια,
για να πάει να ιδεί τη Γελίτσα।
Τρέχει γρήγορα το παλικάρι ,
κι ως το σπίτι είδε, αγναντεύει
από μακρια την αδερφή του।
Πριν να φθάσει, εχύθη η Γελίτσα
για να τον δεχτεί τον αδερφό της।
Τον σφιχταγκαλιάζει και στενάζει,
και με πόνο κλαίει και του λέει।
-Γιάννη μου, το λόγο δε θυμάσαι,
που μου δίνατ', όταν ήμουν κόρη,
που μου δίνατ' όλα μου τα αδέρφια,
πως συχνά θα ῤχόσαστε στη Γελίτσα,
θα ῤχεστε στο χρόνο ένα φεγγάρι,
και μια βδομάδα στο φεγγάρι;
Τώρα επεράσαν τρία χρόνια
και κανείς δεν ήρθε να με ιδεί।
Και του λέει πάλι η Γελίτσα।
-Πές μου, πώς εγίνης τόσο μαύρος,
σα να βγήκες μέσα 'πο το μνήμα;
Το παιδί ο Γιάννης λέει τότε।
-Μη μου λες, Γελίτσα, τέτοια λόγια,
τι κακό μεγάλο με βρήκε।
Οι οχτώ αδερφοί μας παντρευτήκαν,
και οχτώ νυφάδες συγυριούσα,
κι εννιά άσπρα σπίτια χτίσαμ' όλοι,
και γι' αυτό με βλέπεις τόσο μαύρο।
Τρεις ημέρες άσπρες επεράσαν,
για ταξίδι η κόρη ετοιμαζόταν,
πλούσια χαρίσματα ετοιμάζει,
για τους αδερφούς και τις νυφάδες।
Για τους ακριβούς τους αδερφούς της,
φορεσιές 'τοιμάζει από μετάξι,
βέρες, δαχτυλίδια, για τις νύφες।
Την εμποδίζ΄ όμως ο Γιαννάκης।
-Μην ερθείς μαζί μου, αδερφούλα,
μείνε και λιγάκι ανάμεινέ μας,
να 'ῤθουν οι αδερφοί μας να σε ιδούνε।
Δεν τον άκουσ' όμως η Γελίτσα,
τα χαρίσματά της έφτιασ' όλα।
Το λοιπόν ο Γιάννης ξεκινάει
και μ' αυτόν η δόλια η Γελίτσα।
Πριν κοντοζυγώσουν εις το σπίτι,
φτάνουν μπρος σ' έν' άσπρο ρημοκλήσι।
-Μια στιγμή καρτέρει, αδερφούλα,
ως να πάου στ΄ άσπρο ρημοκλήσι,
το χρυσό δαχτύλι να ΄βρω μέσα,
το χρυσό δαχτύλι, που μου χάθη
στ΄αδερφού τους γάμους του μεσαίου।
Και στο μνήμα πάει ο Γιαννάκης,
και καιρό στεκόταν η Γελίτσα,
και τον αδερφό της καρτερούσε।
Καρτερούσε κι ύστερα μονάχη,
το παιδί το Γιάννη πάει να 'βρει।
Μπρος στην εκκλησία βλέπει τάφους,
έγκαιρα σκαμμένους ένα πλήθος,
και στον ταφ' απάνω τ΄ αδερφού της
πόνος κοφτερός τηνε θερίζει।
Πάει στ' άσπρο σπίτι της τρεχάτη
και να κράζει κούκος μέσα ακούει।
κείνο λάλημα δεν ήταν κούκου,
μον' της μάνας ήταν μοιρολόγι।
Έσυρ' απ' τον άσπρο το λαιμό της,
έσυρε στριγκή φωνήν η κόρη।
-Άνοιξε τη θύρα, δόλια μάνα।
Κι αποκρίθ' η μάνα από μέσα।
-Πήγαινε Πανούκλα του Κυρίου!
Όλοι οι εννιά μου γιοί πεθάναν,
ήρθες και τη γριά να πάρεις μάνα;
Και της αποκρίνετ΄ η Γελίτσα।
-Άνοιξε τη θύρα, δόλια μάνα,
δεν είν΄ η Πανούκλα του Κυρίου,
μον΄η ακριβή σου είναι κόρη।
Τρέχει και τη θύρα ανοίγ΄ η μἀνα,
δέρνεται, στενάζει σαν τον κούκο,
σφιχταγκαλιάζονται κι οι δύο,
και νεκρές κι οι δύο πέφτουν χάμω.
η. Ο Βρικόλακας (Απόσπασμα)
Το απόσπασμα αυτό το μόνο που σώζεται από το θεατρικό έργο του Φώτου Πολίτη "Ο Βρικόλακας" πρωτοδημοσιεύτηκε στην "Έκθεση Κρίσεως" του Παντελίδειου ποιητικού αγώνα το 1908 και ξαναδημοσιεύτηκε από το Γ.Ν. Πολίτη στη "Νέα Εστία"τευχ. 658, 56 (1954) σ. 1707-1711
Πράξη Β΄-Σκηνή Β΄
(Η άκρη ενός δάσους. Περαμένα μεσάνυχτα. Μπαίνουν ο Κωνσταντής κι η Αρετή)
ΑΡΕΤΗ (αποσταμένη): Στάσου! Μην Τρέχεις! Δεν μπορώ να προχωρήσω πια! Απόστασα! Θέλω να κλείσω τα μάτια μου και κάπου ν΄ ακουμπήσω! Θαρρώ κι ολούθε με τριγυρίζουν κόκκινες φωτιές (κάθεται σε μια πέτρα). Τι τρομετρή νύχτα! Και τι δρόμος ατελέιωτος! Το αφρισμένο άλογο έκασ' από κάτου μας, και τώρα τα πόδια μου δε με κρατούνε!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ:Σήκω! Πρέπει να φύγουμε! Θα μας έβρει η χαραυγή στο δρόμο.
ΑΡΕΤΗ: Όχι! Δεν μπορώ να προχωρήσω πια! Μακάρι να μας έβρει η χαραυγή! Ω! Πότε να τελειώσει αυτή η νύχτα!Θεέ μου! -Σαν άνεμος χινοπωριάτικος που φυσομανάει το βράδυ ήταν ο δρόμος μας και σα φωτιά που ανάβει σε άχυρα. Και γύρω μου φτερούγιζαν με θόρυβο μαύρα πουλιά και έκραζαν και μιλούσαν ανθρώπινα με τη βραχνή φωνή τους, κι όμως δεν ένιωσα τί έλεγαν! Κι εσύ μπροστά μου, σα μαύρος ίσκιος, κεντούσες το άγριο άλογο. Και το τρέξιμό μας ήταν μια βουή
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Οι κουκουβάγιες με τις κραξιές τους σε τρόμαξαν.
ΑΡΕΤΗ: Δεν ήταν κραξιές, ήταν φωνές ανθρώπινες! Μες στον πυκνό λόγκο, καθώς περνούσαμε σαν αστραπή, στην καταχνιά τη βαθιά χορεύανε μορφές κόκκινες, κι ακούγονταν μια βουή σαν από κορμιά που πέφτουν, κι ένα τρίξιμο σαν τρίξιμο δοντιών. Κι εσύ μπροστά μου, σαν μαύρος ίσκιος, κεντούσες το άγριο άλογο. Και το τρέξιμό μας ήταν μια βουή.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Τα δέντρα τρίζανε του λόγκου.
ΑΡΕΤΗ: Δεν ήταν δέντρα, ήταν στοιχειά. Από πάνου μας απλώνονταν κάτι χέρια που όλο κατέβαιναν, κι ήθελαν να μας πνίξουν! Κι η σκόνη που σήκωνε το άλογο στο τρέξιμό του, ήτανε κόκκινη, κόκκινη σαν τα μάτια σου! Κι εσύ όλο κεντούσες το μαύρο άλογο που άφριζε. Και το τρέξιμό μας ήταν μια βουή! Γιατί είναι κόκκινα τα μάτια σου;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Από την αγρύπνια. Σήκω! Δεν πρέπει να μας έβρει η χαραυγή.
ΑΡΕΤΗ: Γιατί είσαι μαύρος;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Μας τυλίγει η νύχτα και τους δυό. Κι εσύ μαύρη μου φαίνεσ' εμένα.
ΑΡΕΤΗ: Γιατί είσαι έτσι ψηλός; Είσαι σαν τον ίσκιο του κυπαρισιού.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Σήκω! Δεν πρέπει να μας έβρει η χαραυγή!
ΑΡΕΤΗ: Άκου πώς μουγκίζει ο άνεμος μέσα στα δέντρα. Δεν μπορώ να κάμω βήμα! Έλα κοντά μου. Τι είναι αυτός ο κόκκινος σίφουνας που περνάει μπροστά μας; Ήθελα να είχα την Ανθούλα κοντά μου! Ανθούλα μου!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Σήκω! Πρέπει να προφτάσουμε!
ΑΡΕΤΗ:Θέλω να χαράξει! Η χαραυγή σκορπάει τους κακούς ίσκιους. Τίποτα άλλο δεν είναι από τον ήλιο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Πάμε.
ΑΡΕΤΗ: ΔΕν μπορώ να περπατήσω! Κοίτα το χορό του φεγγαριού με τα σύννεφα! Μου φαίνεται πως κάτι με πνίγει! Άκου! Μες στον άνεμο δεν ακούς κάτι σα χτύπημα καμπάνας;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Είναι η βουή της αυγής! Σήκω να φύγουμε!
ΑΡΕΤΗ: Δεν μπορώ!- Κωνσταντή! Φωτιές πηδούν από τα μάτια σου! Θεέ μου! Η καμπάνα δυναμώνει όπως κι ο άνεμος! Ποια στοιχειά τη χτυπούνε;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Με κράζουν! Με κράζουν! Σ' αφήνω τώρα. Το δρόμο του σπιτιού τον ξέρεις. Είμαστε στην άκρη του λόγκου.
ΑΡΕΤΗ: (σηκώνεται) Ποιος σε κράζει; Πού πάς; Τι ίσκιοι είναι αυτοί που χορεύουν γύρω σου; Κωνσταντή σε φοβάμαι!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ( Με φωνή που σβήνεται σιγά σιγά): Με κράζουν οι αδερφοί μου! Η ώρα πέρασε! Τρέξε στη μάνα μας!
ΑΡΕΤΗ (έξαλλη): Γιατί χάνεσαι στο σκοτάδι; Που είσαι; Η φωνή σου είναι μια βουή! Που μ' αφήνεις; Μάνα μου! Ανθούλα μου!
( Στο βάθος πέρα αρχίζει να θαμποφέγγει η αυγή).